επιδιακρινω

επιδιακρινω
    ἐπιδιακρίνω
    ἐπι-διακρίνω
    (ρῑ) решать в качестве высшего третейского судьи Plat., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιδιακρινω" в других словарях:

  • επιδιακρίνω — ἐπιδιακρίνω (Α) 1. (για διαιτητή, κριτή) κρίνω, αποφασίζω 2. επικυρώνω απόφαση 3. εκτιμώ μετά από προσεκτική μελέτη …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδιακέκριται — ἐπιδιακρίνω decide as umpire perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιακρίνῃ — ἐπιδιακρί̱νῃ , ἐπιδιακρίνω decide as umpire aor subj mid 2nd sg ἐπιδιακρί̱νῃ , ἐπιδιακρίνω decide as umpire aor subj act 3rd sg ἐπιδιακρί̱νῃ , ἐπιδιακρίνω decide as umpire pres subj mp 2nd sg ἐπιδιακρί̱νῃ , ἐπιδιακρίνω decide as umpire pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιακρίνει — ἐπιδιακρί̱νει , ἐπιδιακρίνω decide as umpire aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιδιακρί̱νει , ἐπιδιακρίνω decide as umpire pres ind mp 2nd sg ἐπιδιακρί̱νει , ἐπιδιακρίνω decide as umpire pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιακρίνεται — ἐπιδιακρί̱νεται , ἐπιδιακρίνω decide as umpire aor subj mid 3rd sg (epic) ἐπιδιακρί̱νεται , ἐπιδιακρίνω decide as umpire pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδιακρινομένην — ἐπιδιακρῑνομένην , ἐπιδιακρίνω decide as umpire pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιακρινομένου — ἐπιδιακρῑνομένου , ἐπιδιακρίνω decide as umpire pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιακρινοῦντος — ἐπιδιακρῐνοῦντος , ἐπιδιακρίνω decide as umpire fut part act masc/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιακρίναντες — ἐπιδιακρί̱ναντες , ἐπιδιακρίνω decide as umpire aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιακρίνας — ἐπιδιακρί̱νᾱς , ἐπιδιακρίνω decide as umpire aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»